εκτυφλώνω

εκτυφλώνω
[-ώ (ο)] μετ. прям. , перен. ослеплять, делать слепым

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εκτυφλώνω" в других словарях:

  • εκτυφλώνω — και εκτυφλώ ( όω) (AM ἐκτυφλῶ) 1. κάνω κάποιον εντελώς τυφλό, τού στερώ την όραση, τόν στραβώνω 2. απόλ. επιφέρω τύφλωση 3. συσκοτίζω τον νου κάποιου, τόν θαμπώνω, τόν σαστίζω 4. παθ. υφίσταμαι ή έχω πλήρη στέρηση τής οράσεως αρχ. 1. παθ. (για… …   Dictionary of Greek

  • εκτυφλώνω — εκτύφλωσα, εκτυφλώθηκα, εκτυφλωμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον εντελώς τυφλό, αποστραβώνω. 2. μτφ., συσκοτίζω το νου κάποιου, τον κάνω να σαστίσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»